θεωρός

θεωρός
Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία.
* * *
ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός)
1. θεατής, παρατηρητής
2. εκκλησιαστικό διακόνημα, οι κάτοχοι τού οποίου φροντίζουν για τη διαφύλαξη τών ιερών σκευών
αρχ.
1. μέλος τής θεωρίας, τής πρεσβείας που έστελνε μια πόλη για συμμετοχή σε εορτές άλλης πόλης ή για λήψη χρησμού από μαντείο
2. αυτός που παρευρίσκεται και μετέχει στις εορτές
3. πρέσβης, απεσταλμένος
4. άρχων στη Μαντινεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέᾱ (αττ. τ.) ή θέη ιων. τ. + -(F)oρος < ὁρῶ. (Η ύπαρξη F στο θ. τού ὁρῶ είναι βέβαιη, δυσερμήνευτη όμως είναι η δασύτητα, η οποία άλλοτε εμφανίζεται και άλλοτε όχι, όπως στην προκειμένη περίπτωση): *θεά- (F)ορός ή *θεη-(F)ορός > θε(ε)-ωρός με σίγηση τού F και αντιμεταχώρηση. Ο παράλλ. τ. θεορός πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το έφορος. Το κυριότερο πρόβλημα στην ανωτέρω ετυμολογία είναι ότι το α' συνθετικό θέᾱ τού *θεα-(F)ορός είναι καθαρά αττ. τ., οπότε οι τ. άλλων διαλέκτων που τό εμφανίζουν, όπως λ.χ. ο δωρ. θεᾱρός, πρέπει να είναι δάνεια από την αττ. διάλεκτο. Κατ' άλλη άποψη, οι τύποι αυτοί δημιουργήθηκαν λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως τού α συνθετικού με τη λ. θεός. Το γεγονός όμως ότι το λειτούργημα τού θεωρού ήταν συνδεδεμένο με θρησκευτικο-διπλωματικά καθήκοντα και όχι με την έννοια τού θεάματος οδήγησε στη διατύπωση και τής αντίθετης άποψης. Κατ' αυτήν, θεωρός < θεο-ωρός «αυτός που παρατηρεί τη θέληση τού θεού» (< θεο-* + -ωρός < ὁρῶ), πρβλ. θυρ-ωρός «αυτός που παρατηρεί τη θύρα», σημασία που ταιριάζει στους απεσταλμένους τών πόλεων σε θρησκευτικές γιορτές. Επειδή όμως οι έννοιες της λ. θεωρός και τών παρ. λ. θεωρία και θεωρώ ήταν συνδεδεμένες με ταξίδια-αποστολές και τη γνωριμία ξένων τόπων, η παρετυμολογική σύνδεση δημιουργήθηκε με τη λ. θέα, που θεωρήθηκε α' συνθετικό.
ΠΑΡ. θεωρείο, θεωρία, θεωρικός, θεώριος, θεωρώ
αρχ.
θεωρίς, θεωροσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θεωροδοκία, θεωροδόκος, θεωροδοκώ
(Β' συνθετικό) αρχιθέωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεωρός — envoy sent to consult an oracle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέωρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρός — ο θεατής, παρατηρητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεωροί — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρούς — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρέ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρῷ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρόν — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεώρου — Θέωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέωρον — Θέωρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”